- φυλώδης
- φῡλώδης, ες,A of many races,
πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φ. D.S. 34
/5.6.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φ. D.S. 34
/5.6.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
φυλώδης — ῶδες, Α [φῡλον / φυλής] αυτός που απαρτίζεται από πολλές φυλές («πλῆθος νεοσύλλογον καὶ φυλῶδες», Διόδ.) … Dictionary of Greek
φυλῶδες — φυλώδης of many races masc/fem voc sg φυλώδης of many races neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φύλο — το / φῡλον, ΝΜΑ 1. το αρσενικό και το θηλυκό γένος ανθρώπων και ζώων (α. «ίσες ευκαιρίες για τα δύο φύλα» β. «σωμασκεῑν ἔταξεν οὐδὲν ἧττον τὸ θῆλυ τοῡ ἄρρενος φύλου», Ξεν. γ. «νῡν δὲ γυναικῶν φῡλον ἀείσατε», Ησίοδ.) 2. φυλή, εθνότητα (α. «οι… … Dictionary of Greek